Πολιτιστικά Στοιχεία

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ 

ΣΤΟ ΜΕΛΙ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ Μ. ΑΣΙΑΣ



Το γλωσσικό ιδίωμα που θα μελετήσουμε παρακάτω, το συναντούμε έντονα στο Βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Ερυθραίας Μ. Ασίας.


Το Μελί, ήταν μια σπουδαία κωμόπολη 5.000 χιλιάδων κατοίκων, κατά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Οι κάτοικοί της ήταν εξολοκλήρου Ελληνόφωνοι, σε αντίθεση με αρκετά χωριά της ευρύτερης περιοχής των Καραπούρνων, που είχαν μεικτούς πληθυσμούς. Η επαρχία Καραπούρνων υπαγόταν διοικητικά στη Σμύρνη, όμως το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής του Μελιού, μοιάζει κυρίως με τα ιδιώματα της Χίου, των Οινουσσών, της Δωδεκανήσου, της δυτικής Καππαδοκίας και διατηρήθηκε ‘‘καθαρό’’, χωρίς επιδράσεις από την Τουρκική γλώσσα, που συνυπήρχε στα χωριά της ευρύτερης περιοχής.


Το Μελιώτικο γλωσσικό ιδίωμα, θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε στη λεγόμενη ‘‘ζώνη του είντα-τις’’, στην οποία ανήκουν τα ιδιώματα της Δωδεκανήσου, της Χίου, της Αλικαρνασσού, τα Κυκλαδίτικα και το Κρητικό.



ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ

§    Διατήρηση αρχαϊκών τύπων

§    Ρηματικές τριτοπρόσωπες καταλήξεις –ουσι(ν) και –ασι στο γ΄ πληθυντικό, π.χ. ράβγουσι, χτίσασιν.

§    Τα ρήματα σε –ευω προφέρονται –εύγω, σε ευγκω π.χ. χορεύγκω, μαγειρεύγκω.

§    Συλλαβική αύξηση στα ρήματα, συνήθως σε η (και όχι –ε) π.χ. ηπήρα, ήκουσα (δισύλλαβα ρήματα).

§    Παρατηρείται περιορισμένος τσιτακισμός, κυρίως σε υποκοριστικά π.χ. κρεατσάκι, γαλατάκι, αλατσάκι (κρεατάκι, γαλατάκι, αλατάκι)

§    Το –ζ προφέρεται –ντζ π.χ. μαντζεύγεις, πειράντζει (μαγειρεύεις, πειράζει).

§    Τα ονόματα σε –ακι, σχηματίζουν γενική πτώση και στους δύο αριθμούς π.χ. του Μαρακιού, του λουλουδακιού, των ναυτακιών.

§    Ο παρατατικός ορισμένων ρημάτων στο α΄ πρόσωπο έχει κατάληξη –ουμου(ν) π.χ. επέρνουμου(ν), τους ενοίκουμου(ν).

§    Το επίρρημα πολύ ως α΄ συνθετικό παίρνει τη μορφή πολ-λο- π.χ. (επολ-λόκατσα, πολ-λολέγω).

§    Ιδιάζοντες τύποι λέξεων όπως π.χ. θώ = θέλω, να φα = να φάει, ιναι = ναι

§    Χρήση του ερωτηματικού είντα = τι.

§    Χρήση τύπων λέξεων π.χ. άφτω = ανάβω, άψε το φως = άναψε το φως, καφαλή = κεφάλι, χάμαι = χάμω και ιδιότυπη χρήση μορίων, π.χ. δεν θα έρθεις = ε θα ‘ρτης.

§    Στη γενική ενικού των ουδέτερων ονομάτων συναντάμε την κατάληξη –ατου π.χ. το φόρεμα, του φορεμάτου.

§    Χρήση τύπων προσωπικών αντωνυμιών π.χ. εμόνα, εσόνα (εμένα, εσένα).

§    Τροπή του συμπλέγματος νθ σε τθ π.χ. ξατθός (ξανθός) και των διπλών κ,π,τ, σαν κχ, πφ, κα, τθ αντίστοιχα π.χ. λάκχος, κουρούπφι φέτθα (λάκκος, κορούππι, φέττα).

§    Τα βαπτιστικά ονόματα προέρχονται από το μακρινό παρελθόν, π.χ. Όμηρος, Αριστείδης, Καλλιόπη, Σαπφώ, Αλέξανδρος, Ματθαίος, Σωκράτης, Ηρακλής, Κλειώ, Ασπασία, Θεμιστοκλής.

§    Πολλά βαπτιστικά παρουσιάζονται σε παραλλαγμένη μορφή π.χ. Γκιώργκης = Γιώργης, Τζαρφώ = Σαπφώ, Μαθκιός = Ματθαίος, Κωτσαρής = Κώστας, Βγκαγγελιώ = Ευαγγελία.

§    Σιγούν τα άτονα φωνήεντα σε δισύλλαβες λέξεις π.χ. τρώ = τρώει, λέ = λέει, θέ = θέλει




Η ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ 

ΣΤΟ  ΜΕΛΙ  ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ  Μ. ΑΣΙΑΣ


   Οι φορεσιές που φορούσαν ως τη Μικρασιατική Καταστροφή οι κάτοικοι του αμιγούς ελληνικού χωριού Μελί  στην  Χερσόνησο Ερυθραίας  της  Μ. Ασίας  κατατάσσονται στις ενδυμασίες του ευρύτερου ερυθραιώτικου χώρου που κι αυτές, με τη σειρά τους, ανήκουν στο γενικό τύπο των νεότερων φορεσιών του Αιγαίου.
  Οι μαρτυρίες,  οι γραπτές και προφορικές πληροφορίες και οι  φωτογραφικές πηγές που υπάρχουν για τις φορεσιές αυτές αναφέρονται στα τέλη του περασμένου και κυρίως στις αρχές του αιώνα μας (1880-1922).
Οικογένεια Πλατουνάρη με παραδοσιακή φορεσιά

 

  Η αντρική φορεσιά του Μελιού φορέθηκε από όλους σχεδόν τους κατο-ίκους του χωριού και ονομάζεται γενικά βράκες ή σαλβάρια.  Τα στοιχεία που την αποτελούν είναι τα εσώρουχα, η βράκα, το ποκάμισο, το γελέκι ή γιανελί, το τζωνάρι, η σταυρωτή ή η σαρταμάκα κι άλλα πανωφόρια, τα τσαρντίνια, οι κάρτσες, τα παπούτσια και το κεφαλοκάλυμμα. Ο άντρας που φορούσε τις βράκες αποκαλείται βρακάς ή σαλβαράς και φρόντιζε πάντα να είναι τυποδεμένος (καλοντυμένος) για το ζαριφλίκι, την άψογη εμφάνιση.
    Τις βράκες τις έραβαν οι ίδιες οι γυναίκες με υφάσματα της κρεβατής (αλατζάδες, δίμιτα του αργαλειού) ή με φτηνά αγοραστά υφάσματα (χα-σέδες, καραμάντουλες). Μόνο ορισμένα βασικά εξαρτήματα (τσαρντίνια, γιανελί, σαρταμάκα, πατατούκα, γούνα) τα έραβαν οι ρωμιοράφτες ή αμπατζήδες ή απλώς ραφτάδες, που έραβαν και την επίσημη φορεσιά, τα τσοχένια σαρβάρια, στις πόλεις της Ερυθραίας (Βουρλά, Τσεσμέ κι Αλά-τσατα) ή στη Σμύρνη. Κάθε παλικάρι στα 18-20 χρόνια του, «αξεσκού-φωτο ή στην αρρεβώνα ντου ήπρεπε να ράψει μιαν αλλαξιά σαρβάρια», δηλαδή μια πλήρη καλή φορεσιά, που θα τη φορούσε για μια ολόκληρη ζωή.

Ποκάμισο
   Τα καθημερινά ποκάμισα ή ποκαμίσες, χρωματιστά κατά κύριο λόγο, γίνονταν από αλατζάδες και άλλα βαμβακερά τσατμαλίδικα (καρό) ή αραδωτά (ριγωτά) ή μονόχρωμα σκούρα υφάσματα. Τα σκολιανά ποκάμισα είναι πάντοτε λευκά, ραμμένα με υφάσματα ανάλογα με την οικο-νομική κατάσταση του φέροντος (χασεδένια, λινά, λινοβάμβακα, λινομέταξα, βαμβακομέταξα), ενώ τα πιο πολυτελή γαμπρίκια ποκάμισα είναι τα μαγναδένια ή κουκουλάρια, από λεπτό υπόλευκο μετάξι, που το παρή-γαν και το επεξεργάζονταν στο χωριό.
   Τα ποκάμισα έχουν παπαδίστικο όρτιο γιακά, φαρδύ ως δυο δάχτυλα. Το ίδιο συνέβαινε και στις μανσέτες. Τα μανίκια ήταν φουσκωτά στους ώμους και πολύ στενά στον καρπό, με μπλετάκια (πιέτες) στη μανσέτα. Σε ορισμένα σκολιανά άσπρα ποκάμισα, κεντούσαν ψηλά στην πατιλέτα του στήθους και στο γιακά λουλουδάκια με κόκκινες ή γαλάζιες κλωστές.

Βράκα ή σαρβάρι
  Η εξωτερική βράκα ή σαρβάρι δίνει το όνομά της στην όλη φορεσιά. Γίνεται με 5 ή 6 φύλλα υφάσματος και είναι πάντοτε μαύρη ή γερανιά (μπλε σκούρα). Η καθημερινή ράβεται με ύφασμα του αργαλειού ή ένα αγοραστό κρουστό βαμβακερό ύφασμα που λεγόταν καραμάντουλας, ενώ η καλή βράκα είναι πάντα τσοχένια. Τότε ονομάζεται μπρουσουβάνικη ή μπουρσεβάνικη, προφανώς λόγω της προέλευσής της, από τις περίφημες τσόχες που κατασκευάζονταν στην Προύσα της Βιθυνίας.
  Είναι μέτρια σε μήκος, πιο μακριά από την κρητική και πιο κοντή από ορισμένες νησιώτικες ή άλλες μικρασιάτικες βράκες. Όμως σε παλαι-ότερες εποχές η βράκα ήταν πολύ μακρύτερη, γιατί οι ηλικιωμένοι νοι-κοκυραίοι και οι προύχοντες των αρχών του 20ού αιώνα φορούσαν βράκα με σέλα σχεδόν ως τον αστράγαλο. Εξάλλου, μέχρι το 1922, οι βράκες των γερόντων σε πολλά μέρη της Ερυθραίας ήταν μακρύτερες από τις νεανικές. Τα βρακοπόδια φτάνουν έως κάτω από το γόνατο και η σέλα, η κουργκιούκα ή η φουφούλα τση βράκας, πέφτει ακριβώς ανάμεσα στα γόνατα ως τις γάμπες. Τα δύο ανοίγματα, απ’ όπου περνά το πόδι, λέγονται  μπατζακλίκια.
  Οι Μελιώτες βοσκοί, όπως και οι υπόλοιποι Καραμπουρνιώτες συνά-δελφοί τους, φορούσαν μάλλινες βράκες, τα βοσκοβράκια ή τσομπα-νοβράκια ή ρασοβράκια, ή και πουτούργκια, ένα είδος ‘’βρακοπαντέ-λονου’’ από χοντρό ύφασμα.

Γιανελί και γελέκι
  Το τσόχινο γελέκι και το βελουδένιο (σκλαβούνικο) γιανελί είναι αμάνι-κα κοντά ως τη μέση σακάκια που φοριούνταν πάνω από το ποκάμισο. Ίδια σε κοπή, κουμπώνουν σταυρωτά και σπάνια φοριούνται ξεκού-μπωτα. Τα τζόβενα (παλικαράκια) και οι νιόπαντροι έβαζαν γιανελάκι ραμμένο με γερανιό, βυσσινί, γαλάζιο, καφετί, λαδί ή κανελί βλαντί (σιφόν βελούδο). Το τσόχινο γερανιό ή μαύρο γελέκι το φορούσαν οι παντρεμένοι κι οι πιο μεγάλοι άντρες.
  Τα καθημερινά γελέκια είχαν λίγα μάλλινα στολίδια, ενώ τα καλά ήταν στολισμένα με πλούσια χάρτζια, διακόσμηση με μαύρα μεταξωτά μπιρσί-μια και τριχίλια. Οι καραβόλοι, που στόλιζαν τις κουμπότρυπες και την περιφέρεια, και το ψαθί, που διακοσμούσε το σβέρκο και τα πέτα στο στήθος. Τα γελέκια και τα γιανελιά φέρουν αριστερά και δεξιά στο στήθος λοξή σειρά από πολλά στρογγυλά κουμπιά, ντυμένα με μαύρο μπιρσίμι, που στην άκρη καταλήγουν σε φουντίτσα. Τα κουμπιά (12 έως 20) ξεκινούσαν από τη μασχάλη κι έφταναν λοξά ως τη μέση.  Στα πλάγια πίσω, λίγο πιο πάνω από τη μέση, τα γελέκια και τα γιανελιά είχαν δυο   μπουζούδες (μικρές τσέπες), όπου συνήθως έκρυβαν το ρολόι ή το τσακουμάκι (αναπτήρας). Στις μπουζούδες κεντούσαν καμιά φορά και τα αρχικά του φέροντος ή χρονολογία.
Κέλλης Αθανάσιος και Καλλιόπη
με Μελιώτικες φορεσιές


Σταυρωτή ή καζακί και σαρταμάκα
   Πάνω από το γιανελί ή το γελέκι, έβαζαν τη σταυρωτή ή καζακί ή την παλαιότερη σαρταμάκα, κυρίως κατά το χειμώνα και τις επίσημες μέρες. Το καζακί ή σταυρωτή είναι ένα είδος κοντού ως τη μέση σακακιού, από τσόχα ή βελούδο, που κλείνει σταυρωτά εμπρός. Οι πολυτελείς σταυρω-τές ήταν καπλαντισμένες, δηλαδή έφεραν εσωτερική επένδυση με γούνα.  
   Η σαρταμάκα είναι σακάκι ανοιχτό και ίσιο στο στήθος, άνετο και με μανίκια φαρδύτερα από της σταυρωτής, χωρίς μυτερή απόληξη. Καθώς είναι μακρύτερη από το γελέκι, καλύπτει το ζωνάρι. Ράβεται με χοντρό μάλλινο ύφασμα (αμπά) ή με τσόχα και συχνά φέρει καπλάντισμα από γούνα.

Πανωφόρια
Όταν ο καιρός ήταν πολύ κρύος, χρησιμοποιούσαν διαφόρων ειδών πανωφόρια. Η γούνα ήταν ένα μακρύ (ως τον αστράγαλο παλαιότερα) τσοχένιο πανωφόρι, στολισμένο στο λαιμό και στο κατακόρυφο μπροστινό άνοιγμα με γούνα αλεπούς, συχνά καπλαντισμένο και στο εσωτερικό με προβιά. Τη φορούσαν οι καραβοκυραίοι, καθώς επίσης και οι μουχτάρηδες (προεστοί) κι οι τσελεμπήδες (άρχοντες). Οι γούνες, δείγμα κύρους, μεγαλείου και επιβολής, ήταν πανάκριβες. Οι τσομπάνηδες φορούσαν το κιουπενέκι ή την κιουπενέκα και οι θαλασσινοί τη ρετσινάδα, χοντρά μάλλινα αδιάβροχα πανωφόρια του αργαλειού, παρόμοια με κάπες. Τα πιο κοινά πανωφόρια ήταν η πατατούκα, από χοντρή μαύρη ή γερανιά τσόχα ή άλλο μάλλινο ύφασμα, κι ο αμπάς, ένα χοντρό σαγιακένιο σακάκι, μακρύ έως τα γόνατα.



Τζωνάρια
  Πάνω από το γελέκι και τη σταυρωτή, όταν είναι κουμπωμένα, η μέση ζώνεται με μακριά τζωνάρια διαφόρων τύπων, μάλλινα, βαμβακερά ή μεταξωτά, της κρεβατής ή μπλεχτά. Ήταν κατά βάση μονόχρωμα, συνή-θως άσπρα, μαύρα ή μπλε. Τα πιο λουσάτα είχαν αράδες διαφόρων χρωμάτων στις άκρες και πλούσια κρόσσια. Τα δίπλωναν στα δύο κι έπειτα περιέζωναν τη μέση.
  Οι νέοι και πιο εύποροι, οι τσελεμπήδες, με τα γιορτινά φορούσαν ολο-μέταξο φαντό ριγωτό ή μαύρο μπλεχτό τζωνάρι, που ήταν πανάκριβα και πολυτελή. Οι γέροι φορούσαν πάντα σκούρα μάλλινα ή μεταξωτά ζωνά-ρια.
  Το επίσημο ζώσιμο του ζωναριού απαιτούσε επιδεξιότητα και προσέ-διδε ζαριφλίκι, δηλαδή κομψότητα και πολυτέλεια στον φέροντα. Πολύ σπάνια άφηναν ένα ελάχιστο τμήμα της άκρης με τα κρόσσια του ζωνα-ριού να κρέμεται στη μια πλευρά. Σαρβαράς χωρίς ζωνάρι δεν εμφανι-ζόταν ποτέ, γιατί ήταν ντροπή.
  Στις πτυχώσεις του ζωναριού έβαζαν το μαντίλι, το κομπολόι, την παρα-δοσακούλα, την καπνοσακούλα, την κάμα ή το τσακαδάκι (το μαχαίρι και το σουγιαδάκι).
   Στο Μελί, όπως και σε άλλα ερυθραιώτικα χωριά με αμιγή ελληνικό πληθυσμό (Λυθρί, Ντεμερτζιλιά, Γκιούλμπαξες), αλλά και σε μικτά (Σιβρισάρι), ακόμη και σε πόλεις (Βουρλά), οι σκιάδες (τα παλικάρια , οι λεβέντες) φορούσαν πάνω από το τζωνάρι το δερμάτινο σιναχλίκι, με θήκες για τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους.   

Υπόδηση
   Οι αντρικές κάρτσες, μαύρες, μπλε και σπανίως άσπρες, έφταναν ως το γόνατο.  Πάνω από τις κάρτσες, οι κεσπέρηδες φορούσαν τα τσαρντίνια, περικνημίδες από τσόχα ή αμπά που καλύπτουν όλο το πόδι από το γόνα-το και κάτω, καθώς και το πάνω μέρος του παπουτσιού, με μια προεξοχή σαν γλώσσα, και κλείνουν πίσω με κοπτσέδες.
  Τα καλά τσαρντίνια είναι ολοστόλιστα με πλούσια χάρτζια, ανάλογα με εκείνα του γιανελιού, ενώ τα καθημερινά έχουν απλή διακόσμηση στις ραφές με μάλλινα γαϊτάνια. Έχουν το ίδιο χρώμα με την τσόχα του σαρ-βαριού (γερανιό ή μαύρο), αλλά υπάρχουν και ανοιχτόχρωμα,   μολυβί ή μπεζ μουσταρδί χρώμα. Τα μελιώτικα νεανικά τσαρντίνια έχουν στο μέσο της κνήμης, από την εξωτερική πλευρά, το αφτί, μια μπιρσιμένια φούντα που εξέχει οριζόντια, την οποία συναντάμε και στα τουζλούκια όλων των υπόλοιπων ερυθραιώτικων πληθυσμών. Οι ναυτικοί κι οι καραβοκύρηδες δεν φορούσαν τσαρντίνια, παρά μόνο κάρτσες.
   Στο ύψος του γόνατου δένονταν οι καρτσοδέτες, στενές ταινίες μαύρες, μπλε ή χρωματιστές, με διάφορα ενυφασμένα σχέδια και φουντίτσες στις άκρες. Μ’ αυτές περιέσφιγγαν το πάνω άκρο του τσαρντινιού, που συγκρατούσε και την κάρτσα.
Νεότεροι Μελιώτες με παραδοσιακές στολές


Κεφαλοκαλύμματα
  Τα κεφαλοκαλύμματα είναι λογιώ λογιώ, ανάλογα με την περίσταση, την κοινωνική ή την οικονομική θέση του καθενός. Το πιο επίσημο κάλυμμα των Μελιωτών είναι ο κούκος ή σκούφος ή αϊβαλιώτικο ή μυτιληνιό, ένα είδος μαύρου γούνινου αστρακαδένιου ή βελούδινου καπέλου.
   Καθημερινό προσφιλές και πολύ χαρακτηριστικό κεφαλόδεμα των αγροτών και των βοσκών ήταν το κεσπέρικο ή καμπανί ή μαντίλα, ένα μεγάλο τετράγωνο βαμβακερό μαντίλι άσπρο ή με μεγάλα καρό σε χρώμα μαύρο, κολοκυθί, γερανιό ή καφετί. Το καμπανί των κτηνο-τρόφων ήταν χρωματιστό με σταμπωμένα ή κεντημένα φυτικά μοτίβα.
   Το καμπανί, για να φορεθεί, θέλει σαρίκωμα. Διπλώνεται  τριγωνικά και από τη μακρύτερη πλευρά ξαναδιπλώνεται σαν ταινία μια-δυο φορές. Τοποθετείται στο κεφάλι και η μια γωνία του καλύπτει το σβέρκο, ενώ οι άλλες σταυρώνουν πίσω στον τσούνικα (σβέρκο) και δένονται μπροστά, στο πλάι ή στο μέτωπο ή χώνονται στην αναδιπλωμένη ταινία, σχημα-τίζοντας ένα είδος μπουμπαριού ολόγυρα από το κεφάλι. Πολλοί τσομπάνηδες ήταν σαρικωμένοι με τρόπο που έκαμε το καμπανί πιο φουσκωτό και πιο στητό στο κέντρο του κεφαλιού, σαν σκουφί. Τότε το καμπανί λεγόταν σαρίκα.
Η πρώτη ανδρική χορευτική ομάδα του Συλλόγου μας με παραδοσιακές Μελιώτικες στολές

 
Πάντως όσοι ηλικιωμένοι βρακάδες σώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα τίμησαν τα πατροπαράδοτα ελληνοπρεπή ρούχα της πικρής τους πατρίδας, φορώντας τα ως το θάνατό τους. Στο  Μελί Μεγάρων οι τελευταίοι σαρβαράδες πέθαναν στη δεκαετία του ’60.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου